“Η Ψυχή και το Σώμα” και η απαξίωση του διαφορετικού

“Η Ψυχή και το Σώμα” είναι μια ταινία που με “ανάγκασε” να γράψω γι’ αυτή. Είναι από τις λίγες φορές που ο τίτλος εκφράζει περιεκτικά με μεγάλη επιτυχία το ουσιαστικό περιεχόμενο της ταινίας. Χωρίς να επιζητά την προσοχή με πομπώδεις ερμηνείες ή επιτηδευμένη θεματολογία, πρόκειται αναμφισβήτητα για μια ταινία σαγηνευτική, που με τη δύναμή της, ανεξάρτητα από το αν σας άρεσε, θα σας κάνει να τη σκέφτεστε για μέρες. Μιλάμε για τη νέα ταινία της Ildikó Enyedi, που έρχεται από την Ουγγαρία (πρωτότυπος τίτλος “Teströl és lélekröl”, αγγλική απόδοση “On Body and Soul”), κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2017, και κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Ο Endre και η Mária εργάζονται σε ένα σφαγείο, ο πρώτος ως οικονομικός διευθυντής και η δεύτερη ως υπεύθυνη ποιοτικού ελέγχου. Το χάσμα μεταξύ τους είναι τεράστιο, αλλά αναπτύσσουν μια αμοιβαία αμήχανη έλξη. Ένας μοναχικός μεσήλικας με παράλυτο χέρι και μία όμορφη νεαρή με αυτιστική συμπεριφορά πόσα κοινά μπορούν να έχουν; Η ιστορία εξελίσσεται αργά, έως ότου μια ψυχολογική αξιολόγηση των εργαζόμενων στα πλαίσια μιας έρευνας της αστυνομίας αποκαλύπτει ότι ο Endre και η Mária βλέπουν το ίδιο όνειρο: οτι είναι δύο ελάφια τα οποία ζουν μαζί και αναζητούν τροφή σε ένα χιονισμένο δάσος, βοηθώντας και προστατεύοντας το ένα το άλλο.

Η μυστηριακή αυτή σύνδεση των δύο πρωταγωνιστών λειτουργεί μάλλον αλληγορικά για τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους, αλλά δεν μειώνει την αμηχανία τους όταν συναντιούνται από κοντά, κάθε άλλο. Η ευκαιρία που τους δίνεται να έρθουν πιο κοντά μέσω των ονείρων εκθέτει σταδιακά όλες τις ανασφάλειες και τα πάθη τους και δείχνει με συγκινητικό τρόπο τα εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων στην εποχή μας. Παράλληλα, το παραμυθένιο όνειρο των πρωταγωνιστών έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το περιβάλλον στο σφαγείο όπου εργάζονται, με τις εφιαλτικές συνθήκες ζωής που βιώνουν τα ζώα, παγιδευμένα και καταδικασμένα σε θάνατο. Η σκληρότητα και η ωμότητα των σκηνών αυτών ανατριχιάζουν αλλά και αφυπνίζουν το θεατή.

Ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστώνται οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι τέλειος, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις ίδιες τις σχέσεις. Η ταινία φαίνεται πως εστιάζει στην πιστή, γλαφυρή και βαθιά ανθρώπινη απεικόνιση της ψυχολογικής κατάστασης και των συναισθηματικών μεταβάσεων των πρωταγωνιστών, παραμελώντας ίσως την ανάπτυξη και των υπόλοιπων χαρακτήρων, που είναι περισσότερο καρικατούρες. Βέβαια, ο σεβασμός και η ειλικρίνεια με την οποία προσεγγίζει η δημιουργός τους βασικούς χαρακτήρες, δίνει στο θεατή την εντύπωση ότι πίσω και από κάθε άλλο χαρακτήρα κρύβεται μια εξίσου βαθιά ανθρώπινη ιστορία, για την οποία όμως ο χρόνος της ταινίας δεν επαρκεί.

Όσο μινιμαλιστικά και στυλιζαρισμένα είναι τα πλάνα της ταινίας, άλλο τόσο ενοχλητικά και αφοπλιστικά γνώριμα είναι σε όλους μας, παρουσιάζοντας μια πραγματικότητα που βρίσκεται γύρω μας αλλά οι περισσότεροι από εμάς επιλέγουν να αγνοούν, όπως κάνουν και οι περισσότερες “εμπορικές” ταινίες. Ακόμα κι αν σε κάποια σημεία μπορεί να σας φανεί κουραστικό ή αμήχανο, δεν παύει στιγμή η περιέργεια και το ενδιαφέρον για τη συνέχεια σε αυτό το ψυχογράφημα. Με ευαισθησία και ρεαλισμό προσπαθεί να αποτυπώσει την άρνηση και στη συνέχεια την αναζήτηση των συναισθημάτων, σε ένα περιβάλλον όπου δεν μπορείς να επιβιώσεις αν δεν τα καταπιέσεις. Κυριαρχεί η προσοχή σε κάθε μικρή λεπτομέρεια που παίζει ρόλο στον ψυχισμό κάθε χαρακτήρα, όπως η επαφή με τα ζώα και τη μουσική που είναι λυτρωτική για τη νεαρή πρωταγωνίστρια.

Όλα τα “κάδρα” είναι πολύ προσεγμένα και το οπτικό αποτέλεσμα είναι άψογο, αλλά κάποιες φορές αυτό κόβει τη ροή των σκηνών και ίσως φαίνεται λιγάκι βεβιασμένο. Οι διάλογοι καθώς και οι κινήσεις των ηθοποιών είναι αργές, και σχεδόν θεατρικές, και αυτό πιθανόν να κουράσει κάποιον ειδικά αν δεν είναι προετοιμασμένος. Ιδιαίτερα αξιόλογες είναι οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, Alexandra Borbély (Mária) και Morcsányi Géza (Endre) που δίνουν ζωή στους ιδιόρρυθμους αυτούς χαρακτήρες και στις ιστορίες που κουβαλούν, μεταδίδοντας ένα σωρό συναισθήματα. Επίσης, αν και η μουσική δεν έχει έντονη παρουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, υπάρχει ένα κομμάτι που είναι συγκλονιστικό (και σημαντικό για την εξέλιξη της ταινίας), το “What He Wrote” της Laura Marling (ΠΡΟΣΟΧΗ, μη δείτε το συγκεκριμένο βίντεο αν δεν έχετε δει την ταινία, προειδοποίηση για spoilers! Όσοι την έχουν δει θα το εκτιμήσουν πολύ!)

Αν και υπάρχουν αρκετές προφανείς αδυναμίες της ταινίας, αυτές δεν την εμποδίζουν από το να πετύχει κάτι αρκετά σπάνιο: να χτυπήσει αδρανείς ευαίσθητες χορδές και να θίξει θέματα τα οποία λίγες ταινίες τολμούν να θίξουν, με ευαίσθητη και διεισδυτική ματιά. Μια ταινία που αφήνει γλυκόπικρη γεύση, βασισμένη πάνω στα παράδοξα και στην τρομακτική αντίθεση μεταξύ του παραμυθένιου δάσους του ονείρου και του αιμοσταγούς σφαγείου της πραγματικής ζωής, τα οποία συνδέονται με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο. Αν και δεν με ικανοποίησε πλήρως, είναι μια ταινία που θα σκέφτομαι για πολύ καιρό και θα μου μείνει αξέχαστη.

Δεν θα μπω στην διαδικασία να αναλύσω αν αυτή είναι μία από τις καλύτερες ταινίες τις χρονιάς, όπως έκαναν πολλοί. Δεν νομίζω στο κάτω κάτω ότι έχει και τόση σημασία ένας τέτοιος χαρακτηρισμός από μένα, καθώς όσοι την έχουν δει ήδη την έχουν κατατάξει σε μια θέση στο μυαλό τους με βάση τις προσωπικές τους προτιμήσεις, ενώ για τους υπόλοιπους που δεν την έχουν δει, μια τέτοια δήλωση θα δημιουργήσει υπέρμετρες προσδοκίες σε όσους θέλουν να τη δουν ή θα είναι “ακόμα μια βαρύγδουπη δήλωση από ένα σάιτ στο ίντερνετ” για όσους δεν σκοπεύουν να τη δουν. Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθώ και να πω πως παρόλο που κατανοώ γιατί κάποιος μπορεί να μη θέλει να δει τη συγκεκριμένη ταινία -ή κάθε άλλη ταινία-, θεωρώ κρίμα η απήχηση και η εισπρακτική επιτυχία της κάθε ταινίας να καθορίζεται τόσο πολύ από το marketing και τόσο λίγο από το ουσιαστικό περιεχόμενό της.

Θα μου πείτε ότι δεν μπορεί κάθε ταινία να έχει επιτυχία ανάλογη της ποιότητάς της γιατί δεν λειτουργεί έτσι η βιομηχανία, αλλά μιλάμε για ένα τεράστιο χάσμα. Είναι εντελώς παράλογο ταινίες στην καλύτερη περίπτωση μέτριες να κάνουν έσοδα χιλιαπλάσια (κυριολεκτικά) από άλλες, που είναι συγκλονιστικές και με απίστευτη έμπνευση, μόνο και μόνο επειδή προέρχονται από διαφορετική χώρα για παράδειγμα. Και πρόκειται για κέρδη σε επίπεδο εκατομμυρίων. Το Transformers 4 συγκέντρωσε στο box office $1.104 δισεκατομμύρια δολλάρια, ενώ η ταινία του παρόντος άρθρου $1.4 εκατομμύρια (στις Η.Π.Α. απ’ όσο γνωρίζω θα κυκλοφορήσει διαδικτυακά μόνο, μέσα στο 2018), ένα τυχαίο παράδειγμα… Ο μόνος τρόπος να φαίνεται αυτό που συμβαίνει λογικό σε κάποιον είναι το cult πλέον βιντεάκι στο youtube “Πόσα εκατομμύρια είναι το δισεκατομμύριο”!

Και το θέμα μας επί της ουσίας δεν είναι τα χρήματα, αλλά το πόσοι άνθρωποι θα επιλέξουν να δουν μια ταινία, θα ζήσουν την ιστορία της, θα νιώσουν τα συναισθήματα που έχει να τους προσφέρει. Απλά αναφέρω πρώτα τα χρήματα ως ένα μετρήσιμο μέγεθος που αντιπροσωπεύει σε πολύ γενικές γραμμές το πόσοι άνθρωποι θα επιλέξουν την κάθε ταινία. Υπάρχει ο αμερικανικός κινηματογράφος, ο ευρωπαϊκός, ο ασιατικός, ο αφρικανικός κ.ο.κ., υπάρχουν ταινίες ευχάριστες και άλλες δυσάρεστες, ταινίες χαλαρές και ταινίες δύσκολες. Δεν είμαι εδώ για να κουνήσω το δάχτυλο και να πω “φτάνουν πια οι αμερικανιές, δείτε και τίποτα άλλο”, ούτε “φτάνουν πια οι χαζοταινίες, δείτε και καμιά σοβαρή ταινία”, και πρώτα απ’ όλα εγώ που γράφω αυτό το άρθρο οφείλω να αναγνωρίσω ότι σε όλα τα είδη και απ’ όλες τις προελεύσεις υπάρχουν καλές, μέτριες και αδιάφορες ταινίες.

Δεν είναι όλες που γυρίζονται στις Η.Π.Α. “αμερικανιές”, ούτε όλες οι ευρωπαϊκές ταινίες “ψαγμένες” και “απλησίαστες”. Υπερασπίζομαι τον πλουραλισμό στο σινεμά και πιστεύω πως έχει έρθει η ώρα να πάψουν να κυριαρχούν τέτοια στερεότυπα, τα οποία το μόνο που καταφέρνουν είναι να προκαταλαμβάνουν αρνητικά τον θεατή για πάρα πολλές ταινίες. Μην απορρίψετε αυτή ή οποιαδήποτε άλλη ταινία επειδή ο τίτλος της είναι σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνετε ή επειδή σας φαίνεται ξένος ο τρόπος ομιλίας ή κάποιες διαφορετικές συμπεριφορές. Δώστε τους μιας ευκαιρία και μπορεί να σας εκπλήξουν. Ακόμα κι αν δεν σας ικανοποιήσουν όμως, θα έχετε μάθει κάτι παραπάνω για την ταινία και για τον εαυτό σας μέσα από αυτό.

Ο καθένας μας έχει τις δικές του προτιμήσεις, οι οποίες μάλιστα συχνά ποικίλλουν ανάλογα με την ώρα της ημέρας ή με τη φάση της ζωής του, και καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα βιώματα και τη φιλοσοφία του. Όλες οι απόψεις και όλες οι προτιμήσεις δεκτές -και πολύ ενδιαφέρουσες- αλλά αυτό που δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω είναι η τυφλή απόρριψη μιας διαφορετικής κινηματογραφικής “κουλτούρας”, και όταν λέω “τυφλή” εννοώ από κάποιον που δεν έχει έρθει σε επαφή μαζί της και δεν έχει δει ούτε μία σχετική ταινία. Δέχομαι ότι κάποιος δοκίμασε να δει μία ή περισσότερες ταινίες και δεν του άρεσε, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω πως κάποιος απορρίπτει πλήρως, δογματικά και αναίτια ένα είδος μόνο από τη γενική ιδέα ή από φήμες γι’ αυτό, χωρίς να έχει δει ο ίδιος περί τίνος πρόκειται.

Υποστηρίζω τη διαφορετικότητα σε όλες τις μορφές, και είμαι περίεργη να δω πόση όρεξη, πόσες ιδέες, πόσο μεράκι, πόσα όνειρα και συναισθήματα έχουν να προσφέρουν, πόσα χαμόγελα και μαθήματα ζωής μπορούν να μας χαρίσουν πολλοί νέοι ή λιγότερο γνωστοί κινηματογραφιστές σε όλο τον κόσμο. Και όσες φορές δοκιμάζω να χαθώ σε ένα νέο κόσμο ή να δω μια ιστορία από διαφορετική οπτική γωνία μέσα από μια διαφορετική ταινία, συνήθως δε με απογοητεύει. Μάλλον ξυπνάει μέσα μου αυτά τα μαγευτικά συναισθήματα που βιώνει κάποιος μόνο σε ιδιαίτερες στιγμές, και που συχνά χάνονται μέσα στα ωράρια και στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Στο χέρι μας είναι να δώσουμε σε ανθρώπους με ταλέντο και όραμα στο χώρο την ευκαιρία να μας ταξιδέψουν και να μας συναρπάσουν.