Ready Player One | Overload Νοσταλγίας

Το Ready Player One ή όπως το αποκαλώ εγώ, Αναφορές στη Ποπ Κουλτούρα των 80s: Η Ταινία, αποτελεί τη νεότερη σκηνοθετική προσπάθεια του Steven Spielberg. Βασισμένη στο ομώνυμο best-seller του Ernest Cline (ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο) η ταινία διαδραματίζεται στο όχι και τόσο μακρινό 2045, όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Γης σπαταλάει ατελείωτες ώρες στον κόσμο εικονικής πραγματικότητας Oasis. Δεν ξέρω τι βρίσκω πιο εφιαλτικό σε αυτή τη δυστοπία. Το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι περνάνε όλοι τους τη μέρα σε κατάσταση ζόμπι, φορώντας VR headsets ή το ότι η εποχή της νοσταλγίας των 80s συνεχίζει ακάθεκτη. Ήδη έχει αρχίσει να με κουράζει η αναμόχλευση ιδεών και θεμάτων από αυτή τη συγκεκριμένη δεκαετία, οπότε αμφιβάλλω για το αν θα άντεχα το ίδιο άρμεγμα για τριάντα χρόνια ακόμα.

Απ’ ότι φαίνεται ο κόσμος βρίσκεται σε τέτοια μαύρα χάλια, που αρκετοί άνθρωποι δραπετεύουν από τη μιζέρια τους στο προαναφερθέν Oasis, ένα software εικονικής πραγματικότητας το οποίο σου προσφέρει άπειρες δραστηριότητες και σου επιτρέπει να λάβεις τη μορφή οποιουδήποτε χαρακτήρα. Και όταν λέω οποιουδήποτε χαρακτήρα εννοώ οποιουδήποτε χαρακτήρα ανήκει στη Warner Bros, διότι όλοι οι υπόλοιποι αποτελούν τη πευματική ιδιοκτησία άλλων εταιριών. Επί της ουσίας το Oasis είναι ένα απίστευτα εξελιγμένο VR Chat, απλά χωρίς νεκρά memes και γυναικείους χαρακτήρες anime με αφύσικες αναλογίες ως avatar παικτών. Μέσα στο Oasis βρίσκεται κρυμμένη η Δοκιμασία του Anorak, ένα παιχνίδι φτιαγμένο από τον εκλιπόντα δημιουργό του εικονικού κόσμου, James Halliday. Όποιος λύσει τους γρίφους του και καταφέρει να ανακαλύψει το Easter Egg της δοκιμασίας, θα γίνει ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης του Oasis. Προφανώς η δοκιμασία αυτή δεν έχει προσελκύσει μόνο τα βλέμματα αρκετών παικτών, αλλά και του ιδιοκτήτη της εταιρίας IOI, Nolan Sorrento, ο οποίος θέλει το βραβείο για τον εαυτό του.

Όλα τα παραπάνω, όπως και τις περισσότερες πληροφορίες για το νέο αυτό κόσμο, τα μαθαίνουμε μέσα από την αφήγηση του κύριου χαρακτήρα Wade ή όπως είναι γνωστός στο Oasis, Parzival. Σίγουρα τα τεράστια exposition dumps δεν είναι ο πιο ευρηματικός τρόπος να εγκαθιδρύσεις το κόσμο σου, αλλά είναι αρκετά οικονομικός. Τουλάχιστον στην αρχική σκηνή της ταινίας, ο Spielberg συμπληρώνει την αφήγηση με ένα εξαιρετικό άκοπο πλάνο, δείχνοντας την κωμική και ταυτόχρονα τρομακτική ζωή των ανθρώπων που ζουν τη ζωή μέσα από ένα VR headset. Δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι συναντάμε αντίστοιχη δριμύτητα από τον Spielberg στην υπόλοιπη ταινία.

Η σκηνή που ακολουθεί, μπορεί εύκολα να λειτουργήσει σαν σύνοψη για την υπόλοιπη ταινία. Μια χαοτική, παράφωνη κούρσα, φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από CGI, με τη μοναδική διασκέδαση που μπορεί να αντλήσει ο θεατής να έρχεται από το πόσες αναφορές σε καλύτερες ταινίες μπορεί να αναγνωρίσει. Ομολογουμένως σε εκείνο το σημείο ευχαριστιόμουν ακόμα τη δράση. Μέχρι να φτάσουμε όμως στη τελική μάχη, όπου πλέον οι εκρήξεις και οι δημοφιλείς χαρακτήρες είχαν δεκαπλασιαστεί, τα επίπεδα αδιαφορίας μου προς την ταινία πλησίαζαν τα αντίστοιχα της μάχης του Kamino στο Star Wars: Attack of the Clones. Εν τέλει το σενάριο της ταινίας πάσχει από το ίδιο προβλημα που φαίνεται να πάσχουν τα περισσότερα σημερινά blockbuster. Απλά δεν υπάρχουν προσφυείς, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και αυτό το έλλειμα δεν μπορεί να αντικατασταθεί ούτε από τις πιο θορυβώδεις και περίπλοκες σκηνές δράσης.

Ο Tye Sheridan, μετά το ρόλο του ως Cyclops στο X-Men Apocalypse, καλείται να παίξει ακόμα έναν αδιάφορο χαραακτήρα που φοράει συνεχώς φουτουριστικά γυαλιά. Αυτή τη φορά όμως είναι ακόμα πιο περιορισμένος, αφού το 80% της ερμηνείας του γίνεται μέσω CGI. Όχι βέβαια πως χωρίς αυτό θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα, αφού ο χαρακτήρας του Wade/Parzival, είναι εξαιρετικά φτωχός. Η προσωπικότητα του είναι αδιάφορη και πρακτικά ο χαρακτήρας του δεν παρουσιάζει κάποια ουσιαστική εξέλιξη μέχρι το τέλος της ταινίας. Μπορεί η ταινία να προσπαθεί να τον δείξει σαν το underdog της ιστορίας, κυρίως μέσω της κανονικής τους ζωής, αλλά οι σκηνές του στο πραγματικό κόσμο είναι σπάνιες και εντελώς αναποτελεσματικές. Παράληλλα ο Wade είναι από την αρχή εξαιρετικά καλός σε οτιδήποτε σχετικό με το Oasis και αυτό, σε συνδυασμό με την πλήρη ανικανότητα του κακού της ταινίας, είναι αρκετό για να διαλύσει κάθε είδους ένταση. Ο Ben Mendelsohn μπορεί να είναι απολαυστικός στο ρόλο του εταιρικού, άπληστου χαρτογιακά Sorrento, χωρίς όμως αυτό να κάνει τον χαρακτήρα του πιο απειλητικό.

Κάποιοι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον πρωταγωνιστή, αν και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό ειναι κοπλιμέντο για την ταινία. Η Art3mis, ακόμα μια κυνηγός του επάθλου, είναι αρκετά ζωηρή, δημιουργώντας έτσι και μια ωραία αντίθεση με το χαρακτήρα της στη πραγματική ζωή. Το ρομάντζο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτή και τον Wade, αν και βιαστικό, είναι ενδεικτικό των σχέσεων που ανθίζουν στο ίντερνετ. Μια εξίσου θετική νότα αποτελεί και ο Aech, ο κολλητός του Wade στο Oasis, του οποίου η αληθινή ταυτότητα δεν είναι αυτή που περιμένουμε. Κατά τα άλλα σε δευτερεύοντες χαρακτήρες όπως οι άλλοι δύο φίλοι της παρέας και τα τσιράκια του Sorrento δίνεται ελάχιστος χρόνος και καμία ουσιαστική συμμετοχη στην πλοκή. Η απουσία τους μάλλον περισσότερο θα επωφελούσε την ταινία, διότι θα περιόριζε κάπως την υπερβολικά μεγάλη διάρκεια των δύο ωρών και είκοσι λεπτών.

Ουσιαστικά το Ready Player One είναι αρκετά όμοιο με τις υπόλοιπες διασκευές young adult μυθιστορημάτων. Απλά αυτή τη φορά, αντί για αδιάφορους χαρακτήρες που σώζουν το κόσμο, έχουμε αδιάφορους χαρακτήρες που σώζουν τον εικονικό κόσμο. Το πρόβλημα με αυτό έγκειται στο πως διαχειρίζεται ο Spielberg και το σενάριο το κόσμο του Oasis. Ποτέ δεν παιρνάμε το χρόνο που χρειάζεται στο πραγματικό κόσμο, ούτως ώστε να κατανοήσουμε για ποιό λόγο τόσοι πολλοί άνθρωποι τον έχουν εγκαταλείψει για χάρη ενός εικονικού. Η ταινία απλά μας ζητά να πιστέψουμε τα λόγια του πρωταγωνιστή, ότι δηλαδή αυτός ο κόσμος είναι πέρα από το σημείο σωτηρίας, χωρίς όμως να κάνει κάτι για να μας το δείξει αυτό. Αντίστοιχα επιλέγει να αποκρύψει το πως γίνεται να μην έχει καταρεύσει εντελώς η κοινωνία, όταν ένα τεράστιο ποσοστό της είναι πρακτικά ανενεργό. Μάλλον γιατί δεν βγάζει νόημα.

Πέρα από τα βασικά στοιχεία του premise, η ταινία φαίνεται εντελώς απρόθυμη να αντιμετωπίσει το πόσο εφιαλτικό είναι το μέλλον που παρουσιάζει. Υπάρχουν κάποιες επιπτώσεις για την λανθασμένη χρήση του Oasis, τίποτα όμως που να πλησιαζεί την πραγματική έκταση που θα είχε ένα τέτοιο πρόβλημα. Αντιθέτως η ταινία ωραιοποιεί με πολύ ανεύθυνο τρόπο την εξάρτηση στα βιντεοπαιχνίδια και την πλήρη αποφυγή ευθυνών. Στην αρχή ο Wade δηλώνει πως μπαίνει στο Oasis για να ξεφύγει από τα προβληματά του. Θα περίμενε κανείς ότι μέχρι το τέλος θα είχε μάθει πως πρέπει να αντιμετωπίζει τα προβληματά του στο πραγματικό κόσμο, αντί να τα αγνοεί. Εν τέλει όμως απλά καταλαβαίνει ότι πρέπει να βγαίνει που και που από το Oasis. Καταλαβαίνω ότι το Ready Player One είναι απλά ένα blockbuster και όχι επεισόδιο του Black Mirror. Από τη στιγμή όμως που το μήνυμα της ταινίας είναι ότι μόνο ο πραγματικός κόσμος έχει ουσιαστικά σημασία, το να μην υποστηρίζεται αυτό ούτε από την κατάληξη της ιστορίας, ούτε από την ίδια τη δομή της ταινίας, είναι μεγάλο πρόβλημα. Επίσης όταν ο σκοπός των πρωταγωνιστών έχει ως αποτέλεσμα την διατήρηση αυτού του εφιαλτικού σεναρίου, καταλαβαίνετε πως δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και το κοινό. Η ταινία όφειλε να μείνει συνεπής, αλλά φαίνεται περισσότερο απασχολημένη με το να κάνει συνεχείς αναφορές στη ποπ κουλτούρα.

Εξακολουθώ να μην έχω ξεκάθαρη γνώμη για τις αναφορές σε άλλες ταινίες. Γενικότερα προτιμώ το να έχουν κάποιο ρόλο στην ιστορία, ειδάλλως τις βρίσκω ανούσιες. Στο Ready Player One λοιπόν, όπου ο ρυθμός με τον οποίο γίνονται αναφορές είναι καταιγιστικός, είναι αναπόφευκτο ότι θα υπάρχουν πολλές φορές που γίνονται απλά για να ικανοποιήσουν τους film nerds στο κοινό. Μια ευχαρίστηση βέβαια που είναι εντελώς επιφανειακή. Με τι όρεξη άλλωστε να συνεχίσω να βλέπω μια παραφορτωμένη με κλισέ ταινία, όταν μπορώ να απολαύσω ξανά μια από τις δεκάδες αγαπημένες που η ίδια εξακολουθέί να μου υπενθυμίζει.

Φυσικά πάνω από τους αδιάφορους χαρακτήρες, το προβληματικό χτίσιμο κόσμου, τα μπερδεμένα μηνύματα και τις ασταμάτητες αναφορές σε καλύτερες ταινίες το Ready Player One έχει ένα σημαντικότερο πρόβλημα. Δεν έχει ψυχή. Θεωρώ ότι δύσκολα θα νοιαστεί κανείς για τους πρωταγωνιστές και τους στόχους τους, ειδικά από τη στιγμή που περνά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σε ένα εντελώς τεχνητό περιβάλλον. Η ίδια η ιστορία αποτελεί μια άγονη μίξη στοιχείων από το Tron και το Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας, δίχως να έχει κάτι ουσιώδες να προσφέρει. Οι μονες στιγμές όπου ένιωθα ότι το Ready Player One είχε κάτι να πει, ήταν κατα τη διάρκεια των συνομιλιών των ιδρυτών του Oasis. Ο Mark Rylance αποτύπωσε άψογα την αφέλεια και την κοινωνική ανασφάλεια του Halliday, ενώ ο Simon Pegg διαθέτει την έμφυτη γοητεία που χρειαζόταν ο χαρακτήρας του Morrow. Οι δύο τους έχουν εξαιρετική χημεία και σε κάνουν να θέλεις να μάθεις τι συνέβη αναμεσά τους. Παρόλα αυτά ο Spielberg, όπως και ο Halliday, επιλέγει να στρέψει το ενδιαφέρον του από τη σχέση μεταξύ των δύο, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ταινίας, στο εικονικό κόσμο που δημιούργησε. Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να νιώσουμε την σχέση τους και το τελικό συμπέρασμά μοιάζει να έρχεται από το πουθενά.

Αν θέλετε να δείτε το κόνσεπτ του Ready Player One εκτελεσμένο σωστά, απλά δείτε το Who Framed Roger Rabbit. Οι χαρακτήρες είναι διασκεδαστικοί και έχουν λογικούς στόχους, η ιστορία δεν βασίζεται μόνο στις αναφορές καθώς είναι από μόνη της καλή και οι ίδιες οι αναφορές χρησιμοποιούνται κυρίως σε πετυχημένα αστεία. Δεν θέλω να είμαι αυστηρός με τον Spielberg, καθώς είναι εμφανές ότι, παρά την ηλικία του, προσπαθεί ακόμα να κάνει κάτι αξιόλογο. Δεν έπρεπε όμως να διαλέξει ένα τόσο τετριμμένο και προβληματικό σενάριο. Η προθεσή του ήταν το Ready Player One να αποτελέσει ένα love letter προς τη κουλτούρα που και ο ίδιος δημιούργησε ως ένα σημείο και προς τους νοσταλγούς της. Πιθανά έτσι να λειτούργησε. Δεν μπορώ να πω όμως ότι λειτούργησε και σαν ταινία.

Βαθμολογία: 4/10

Ορέστης

 

[vc_row][vc_column][thb_gap height=”45″][thb_postcarousel title_position=”bottom-title” columns=”3″ navigation=”true” source=”size:20|post_type:post”][thb_gap height=”45″][/vc_column][/vc_row]